- κοιρανος
- κοίρανοςκοίρᾰνοςὅ, редко ἥ повелитель, властитель
(λαῶν, κ. καὴ ἡγεμών Hom.; τῆσδε τῆς γῆς, Ἀθηνῶν Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(λαῶν, κ. καὴ ἡγεμών Hom.; τῆσδε τῆς γῆς, Ἀθηνῶν Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Κοίρανος — king masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοίρανος — king masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοίρανος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Κλείτου και πατέρας του γνωστού Κορίνθιου μάντη Πολυείδη. 2. Καταγόταν από την Πάρο. Η παράδοση αναφέρει ότι αγόρασε στο Βυζάντιο όλα τα δελφίνια που είχαν πιαστεί στα δίχτυα και τα έριξε πάλι στη θάλασσα.… … Dictionary of Greek
Οὐκ ἀγαθὸν πολυκοιρανίη εἷς κοίρανος ἔστω, εἷς βασιλεύς. — См. Самодержавие … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Κοιράνω — Κοίρανος king masc nom/voc/acc dual Κοίρανος king masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιράνω — κοίρανος king masc nom/voc/acc dual κοίρανος king masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κοιρανοῦ — Κοιρανός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κοιρανῶ — Κοιρανός masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κοιρανῶν — Κοιρανός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κοιράνοις — Κοίρανος king masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιράνοις — κοίρανος king masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)